earthquake
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
earthquake | earthquakes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαearthquake (en)
- ο σεισμός
- ↪ The government promised full support to the earthquake victims.
- Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αμέριστη υποστήριξη προς τους σεισμοπλήκτους.
- ↪ The government promised full support to the earthquake victims.