dysentérique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dysentérique < dysenterie
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /di.sɑ̃.te.ʁik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dysentérique | dysentériques |
dysentérique (fr)
- δυσεντερικός, σχετικός με τη δυσεντερία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dysentérique | dysentériques |
dysentérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο δυσεντερικός, η δυσεντερική που πάσχει από δυσεντερία