dwójka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαdwójka < dwa
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdwójka (pl) θηλυκό
- το δυάρι σαν ψηφίο και σαν βαθμός
- (ειδικότερα) μη προάξιμος βαθμός, βαθμός κάτω από τη βάση σε πολλές σχολικές βαθμολογίες