duplicité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dy.pli.si.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
duplicité | duplicités |
duplicité (fr) θηλυκό
- η διπροσωπία, η διπλοπροσωπία
ενικός | πληθυντικός |
duplicité | duplicités |
duplicité (fr) θηλυκό