Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
droitisation droitisations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

droitisation (fr) θηλυκό

  1. (πολιτική) η κλίση προς τις απόψεις της δεξιάς
    la droitisation du débat politique - η κλίση προς τα δεξιά της πολιτικής επιχειρηματολογίας

Συγγενικά επεξεργασία