droitisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
droitisation | droitisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdroitisation (fr) θηλυκό
- (πολιτική) η κλίση προς τις απόψεις της δεξιάς
- la droitisation du débat politique - η κλίση προς τα δεξιά της πολιτικής επιχειρηματολογίας