dresseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dresseur | dresseurs |
θηλυκό | dresseuse | dresseuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdresseur (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dresser
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dresseur | dresseurs |
θηλυκό | dresseuse | dresseuses |
dresseur (fr)