drapement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
drapement | drapements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdrapement (fr) αρσενικό
- η κάλυψη με πτυχώσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη drap
ενικός | πληθυντικός |
drapement | drapements |
drapement (fr) αρσενικό