Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dowager dowagers

  Ετυμολογία επεξεργασία

dowager > μέσος 16ος αιώνας παλαιά γαλλική douagiere < douage «προικοδοτώ» < douer «δίνω προίκα ή δευτερευόντως κάτι αξίας, μεταφορικά και χάρισμα» < λατινική dotare «δίνω προίκα ή δευτερευόντως κάτι αξίας, μεταφορικά και χάρισμα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdaʊədʒə/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dowager (en)

  • χήρα που κληρονόμησε τίτλο ευγενείας από τον αποβιώσαντα σύζυγό της

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • dowager στην αγγλική Βικιπαίδεια