dowager
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dowager | dowagers |
Ετυμολογία
επεξεργασία- dowager > μέσος 16ος αιώνας παλαιά γαλλική douagiere < douage «προικοδοτώ» < douer «δίνω προίκα ή δευτερευόντως κάτι αξίας, μεταφορικά και χάρισμα» < λατινική dotare «δίνω προίκα ή δευτερευόντως κάτι αξίας, μεταφορικά και χάρισμα»
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdowager (en)
- χήρα που κληρονόμησε τίτλο ευγενείας από τον αποβιώσαντα σύζυγό της
Δείτε επίσης
επεξεργασία- dowager στην αγγλική Βικιπαίδεια