Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɔ.ʁik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dorique doriques

dorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό