Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
domptable domptables

  Επίθετο επεξεργασία

domptable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη dompter