do good
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαdo good (en) (ιδιωματισμός)
- κάνω καλά, κάνω πράγματα που είναι ηθικά καλά, ειδικά για να βοηθήσω τους άλλους
- ⮡ She does a lot of good (=charitable acts).
- Κάνει πολλά καλά (=πράξεις φιλανθρωπίας).
- ⮡ She does a lot of good (=charitable acts).
- κάνω σε κάποιον ή κάτι καλό, διευκολύνω, έχω ένα χρήσιμο αποτέλεσμα· βοηθάω κάποιον
- ⮡ The medicine did me good.
- Το φάρμακο μου έκανε καλό.
- ⮡ It doesn’t do me (any) good to come today.
- Δε με διευκολύνει να έρθω σήμερα.
- ⮡ The medicine did me good.