Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

do good < → δείτε τις λέξεις do και good

  Έκφραση επεξεργασία

do good (en)

  • (ιδιωματισμός) διευκολύνω, έχω ένα χρήσιμο αποτέλεσμα· βοηθάω κάποιον
    It doesn’t do me (any) good to come today.
    Δε με διευκολύνει να έρθω σήμερα.

  Πηγές επεξεργασία