Ετυμολογία

επεξεργασία
do good < → δείτε τις λέξεις do και good

  Έκφραση

επεξεργασία

do good (en) (ιδιωματισμός)

  1. κάνω καλά, κάνω πράγματα που είναι ηθικά καλά, ειδικά για να βοηθήσω τους άλλους
    ⮡  She does a lot of good (=charitable acts).
    Κάνει πολλά καλά (=πράξεις φιλανθρωπίας).
  2. κάνω σε κάποιον ή κάτι καλό, διευκολύνω, έχω ένα χρήσιμο αποτέλεσμα· βοηθάω κάποιον
    ⮡  The medicine did me good.
    Το φάρμακο μου έκανε καλό.
    ⮡  It doesn’t do me (any) good to come today.
    Δε με διευκολύνει να έρθω σήμερα.