divinisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /di.vi.ni.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
divinisation | divinisations |
divinisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
divinisation | divinisations |
divinisation (fr) θηλυκό