Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

disposal (en)

  1. διευθέτηση, κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση
  2. απόρριψη, το να πετάει κάποιος κάτι ως άχρηστο
  3. διάθεση
at your disposal: στη διάθεσή σας