dispensaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dispensaire | dispensaires |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dispensaire (fr) αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη dispenser
ενικός | πληθυντικός |
dispensaire | dispensaires |
dispensaire (fr) αρσενικό