discontinue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdiscontinue (en)
- σταματώ την παραγωγή ενός προϊόντος
- ※ Ford giving new thought to its plan to discontinue an S.U.V. (Ν.Υ Τimes, 28/10/2003)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ Ford giving new thought to its plan to discontinue an S.U.V. (Ν.Υ Τimes, 28/10/2003)
- καταργώ ή διακόπτω έναν κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας, μια διοργάνωση, μια θεραπεία κλπ
- ※ Indiana State ... will discontinue intercollegiate competition in seven sports (Ν.Υ Τimes, 15/12/1981)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ Indiana State ... will discontinue intercollegiate competition in seven sports (Ν.Υ Τimes, 15/12/1981)