disciplinable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
disciplinable | disciplinables |
Επίθετο επεξεργασία
disciplinable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να πειθαρχηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη discipliner
ενικός | πληθυντικός |
disciplinable | disciplinables |
disciplinable (fr) αρσενικό ή θηλυκό