directorial
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- directorial < directeur
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | directorial | directorials |
θηλυκό | directoriale | directoriales |
directorial (fr)
- σχετικός με την περίοδο του Directoire
- διευθυντικός