dilatation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdilatation (en)
- η διαστολή
Συνώνυμα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dilatation < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dilatation | dilatations |
dilatation (fr) θηλυκό
- η διαστολή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dilater