Ουσιαστικό

επεξεργασία

dilatation (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
dilatation < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dilatation dilatations

dilatation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη dilater