dilatabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dilatabilité | dilatabilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdilatabilité (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dilater
ενικός | πληθυντικός |
dilatabilité | dilatabilités |
dilatabilité (fr) θηλυκό