dichotomique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dichotomique | dichotomiques |
θηλυκό | dichotomiquee | dichotomiquees |
Επίθετο
επεξεργασίαdichotomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dichotomique | dichotomiques |
θηλυκό | dichotomiquee | dichotomiquees |
dichotomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό