dialectique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dja.lɛk.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dialectique | dialectiques |
dialectique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dialectique | dialectiques |
dialectique (fr) αρσενικό ή θηλυκό