Ετυμολογία

επεξεργασία
diététiste < diététique

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dje.te.tist/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diététiste diététistes

diététiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία