diététiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- diététiste < diététique
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dje.te.tist/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
diététiste | diététistes |
diététiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (Québec) διαιτολόγος
ενικός | πληθυντικός |
diététiste | diététistes |
diététiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό