ενικός πληθυντικός
despertador despertadores

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

despertador (es) αρσενικό

  • το ξυπνητήρι
    ⮡  Pon el despertador a las siete. - Βάλε το ξυπνητήρι στις εφτά.

Συγγενικά

επεξεργασία