Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

descendente (pt) < descender

ενικός πληθυντικός
descendente descendentes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

descendente (pt)

  1. ο απόγονος

  Επίθετο επεξεργασία

descendente (pt)

  1. ο σχετικός με τον απόγονο, αυτός που έχει σχέση απογόνου, κατιούσα συγγένεια
  2. το κατηφορικό, η κατιούσα πορεία, η κατιούσα σειρά