descend upon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | descend upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | descends upon |
αόριστος | descended upon |
παθητική μετοχή | descended upon |
ενεργητική μετοχή | descending upon |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdescend upon (en)
- πέφτουν πάνω κάπου, πολλοί άνθρωποι επισκέπτονται κάπου
- ⮡ The pirates descended upon the island.
- Οι πειρατές πέσανε πάνω στο νησί.
- ⮡ The pirates descended upon the island.
Πηγές
επεξεργασία- descend upon - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω