ενεστώτας descend upon
γ΄ ενικό ενεστώτα descends upon
αόριστος descended upon
παθητική μετοχή descended upon
ενεργητική μετοχή descending upon

  Ετυμολογία

επεξεργασία
descend upon < → δείτε τις λέξεις descend και upon

descend upon (en)

  • πέφτουν πάνω κάπου, πολλοί άνθρωποι επισκέπτονται κάπου
    ⮡  The pirates descended upon the island.
    Οι πειρατές πέσανε πάνω στο νησί.