dentist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dentist | dentists |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdentist (en)
- (επάγγελμα) ο οδοντίατρος, η οδοντίατρος, οδοντογιατρός
Αλβανικά (sq)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdentist (sq)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdentist (ro)