Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
demi-saison demi-saisons

  Ετυμολογία επεξεργασία

demi-saison < demi + saison

  Ουσιαστικό επεξεργασία

demi-saison (fr) θηλυκό