ντεμί σεζόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεμί σεζόν < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική demi-saison [1]
Επίθετο επεξεργασία
ντεμί σεζόν άκλιτο
- (ενδυμασία) για ρούχο που είναι ντεμί σεζόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεμί σεζόν θηλυκό άκλιτο
- (ενδυμασία) ανοιξιάτικο ή φθινοπωρινό ρούχο, αυτό που ταιριάζει στις ενδιάμεσες εποχές και όχι στο πολύ κρύο ή την πολλή ζέστη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεμί σεζόν
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ντεμί σεζόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας