Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεμί σεζόν < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική demi-saison [1]

  Επίθετο επεξεργασία

ντεμί σεζόν άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεμί σεζόν θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία