Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

defraŭdi < de- + fraŭd- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα defraŭdi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας defraŭdas defraŭdanta defraŭdata
αόριστος defraŭdis defraŭdinta defraŭdita
μέλλοντας defraŭdos defraŭdonta defraŭdota
υποθετική defraŭdus - -
προστακτική defraŭdu - -

defraŭdi (eo)

  • κάνω κάτι στα κρυφά, στα κλεφτά, χωρίς ο άλλος να το καταλάβει
ĉu vi defraŭdis mian leteron? - μήπως διάβασες στα κρυφά το γράμμα μου;

Συνώνυμα επεξεργασία

Άλλες γραφές επεξεργασία