ενεστώτας decompose
γ΄ ενικό ενεστώτα decomposes
αόριστος decomposed
παθητική μετοχή decomposed
ενεργητική μετοχή decomposing

decompose (en)

  • αποσυντίθεμαι, σαπίζω
    ⮡  The organic matter that decomposes will attract insects.
    Η οργανική ύλη που αποσυντίθεται θα προσελκύσει τα έντομα.