debt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
debt | debts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdebt (en)
- το χρέος, οφειλόμενο χρηματικό ποσό
- ⮡ His debts reached a thousand lira.
- Τα χρέη του φτάνουν τις χίλιες λίρες.
- ⮡ His debts reached a thousand lira.
- (συνήθως ενικός) το χρέος, το γεγονός ότι πρέπει να νιώθω ευγνώμων σε κάποιον επειδή με βοήθησε ή ήταν ευγενικός μαζί μου
- ⮡ I acknowledge my debt to you and I thank you.
- Αναγνωρίζω το χρέος μου προς εσάς και σας ευχαριστώ.
- ⮡ I acknowledge my debt to you and I thank you.