ενικός         πληθυντικός  
debt debts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

debt (en)

  1. το χρέος, οφειλόμενο χρηματικό ποσό
    ⮡  His debts reached a thousand lira.
    Τα χρέη του φτάνουν τις χίλιες λίρες.
  2. (συνήθως ενικός) το χρέος, το γεγονός ότι πρέπει να νιώθω ευγνώμων σε κάποιον επειδή με βοήθησε ή ήταν ευγενικός μαζί μου
    ⮡  I acknowledge my debt to you and I thank you.
    Αναγνωρίζω το χρέος μου προς εσάς και σας ευχαριστώ.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία