debt
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
debt | debts |
Ουσιαστικό επεξεργασία
debt (en)
- το χρέος, οφειλόμενο χρηματικό ποσό
- ↪ His debts reached a thousand lira.
- Τα χρέη του φτάνουν τις χίλιες λίρες.
- ↪ His debts reached a thousand lira.
ενικός | πληθυντικός |
debt | debts |
debt (en)