dartreux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dartreux | dartreux |
θηλυκό | dartreuse | dartreuses |
Επίθετο
επεξεργασίαdartreux (fr) αρσενικό
- που πάσχει από πιτυρίαση
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dartreux | dartreux |
θηλυκό | dartreuse | dartreuses |
dartreux (fr) αρσενικό