daresay
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαdaresay (en)
- (ιδιωματισμός) μάλλον, χρησιμοποιείται όταν λέω ότι κάτι είναι πιθανό
- ⮡ I daresay you’re right.
- Μάλλον έχεις δίκιο.
- ⮡ I daresay you’re right.
daresay (en)