daracık
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- daracık < dar + -a- + υποκοριστικό επίθημα -cık
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɑ.ɾɑˈd͡ʒɯk/
Επίθετο
επεξεργασίαdaracık (tr)
- (υποκοριστικό) στενούτσικος, πολύ στενός, με πολύ μικρό πλάτος
daracık (tr)