Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dansable dansables

  Επίθετο επεξεργασία

dansable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Musique dansable. Μουσική που επιτρέπει τον χορό.