passé
(Ανακατεύθυνση από dans le passé)
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpassé (en)
- πασέ, ξεπερασμένος, εκτός μόδας, ντεμοντέ, αναχρονιστικός, οπισθοδρομικός, καθυστερημένος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpassé (fr) αρσενικό
- το παρελθόν