dactylographié
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dactylographié < dactylographier
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /da.kti.lɔ.ɡʁa.fje/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dactylographié | dactylographiés |
θηλυκό | dactylographiée | dactylographiées |
dactylographié (fr)