Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dévotion dévotions

dévotion (fr) θηλυκό

  1. η ευλάβεια
  2. η αφοσίωση

Συγγενικά

επεξεργασία