Ετυμολογία

επεξεργασία
dévotion < λατινική devotio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.vɔ.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dévotion dévotions

dévotion (fr) θηλυκό

  1. η ευλάβεια
  2. η αφοσίωση

Συγγενικά

επεξεργασία