déstabilisé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déstabilisé | déstabilisés |
θηλυκό | déstabilisée | déstabilisées |
Επίθετο
επεξεργασίαdéstabilisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déstabilisé | déstabilisés |
θηλυκό | déstabilisée | déstabilisées |
déstabilisé (fr)