Ετυμολογία

επεξεργασία
désinvolture < → δείτε τις λέξεις désinvolte και -ure

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.zɛ̃.vɔl.tyʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

désinvolture (fr) θηλυκό

  1. η αφέλεια τρόπων
  2. η επιπολαιότητα, αδιαφορία