désherbant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désherbant | désherbants |
θηλυκό | désherbante | désherbantes |
désherbant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
désherbant | désherbants |
désherbant (fr) αρσενικό
- το ζιζανιοκτόνο