désabonner (fr)

  1. (μεταβατικό) σταματώ μία συνδρομή (κάποιου άλλου)
     αντώνυμα: abonner
  2. (pronominal: αντωνυμικό) σταματώ τη συνδρομή μου
     αντώνυμα: s'abonner