Δείτε επίσης: derivation

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dérivation dérivations

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

dérivation (fr) θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) η παραγωγή
  2. η εκτροπή