déracinement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- déracinement < déraciner
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.ʁa.sin.m̃ɑ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déracinement | déracinements |
déracinement (fr) αρσενικό
- το ξερίζωμα
- → δείτε τη λέξη arrachement
- ο ξεριζωμός
- → δείτε τη λέξη déportation, exil, expatriation