Ετυμολογία

επεξεργασία
déracinement < déraciner

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ʁa.sin.m̃ɑ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déracinement déracinements

déracinement (fr) αρσενικό

  1. το ξερίζωμα
    → δείτε τη λέξη  arrachement
  2. ο ξεριζωμός
    → δείτε τη λέξη  déportation, exil, expatriation

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία