dépolitisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépolitisation | dépolitisations |
dépolitisation (fr) θηλυκό
- η πράξη και το αποτέλεσμα της αφαίρεσης πολιτικού χαρακτήρα από κάτι, η απολιτικοποίηση
- la dépolitisation des jeunes
- la dépolitisation des syndicats