• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

dépêcher

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

dépêcher (fr)

  1. (λογοτεχνικό) παραπέμπω
  2. (pronominal)
    • βιάζομαι, σπεύδω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • dépêche
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=dépêcher&oldid=4831421"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, στις 15:55

Γλώσσες

    • Català
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • 한국어
    • Кыргызча
    • Malagasy
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, στις 15:55.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie