ενικός         πληθυντικός  
dégourdissement dégourdissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dégourdissement (fr) αρσενικό

  1. η παύση της ντροπαλότητας
  2. η παύση του μουδιάσματος

Συγγενικά

επεξεργασία