dégourdissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dégourdissement | dégourdissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dégourdissement (fr) αρσενικό
- η παύση της ντροπαλότητας
- η παύση του μουδιάσματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη dégourdir