déculpabilisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déculpabilisation | déculpabilisations |
déculpabilisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
déculpabilisation | déculpabilisations |
déculpabilisation (fr) θηλυκό