découpoir
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
découpoir | découpoirs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
découpoir (fr) αρσενικό
- λάμα μιας κοπτικής μηχανής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη découper
ενικός | πληθυντικός |
découpoir | découpoirs |
découpoir (fr) αρσενικό