Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kɔ̃.sɑ̃.tʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déconcentration déconcentrations

déconcentration (fr) θηλυκό

  1. η αποκέντρωση
  2. (χημεία) η αραίωση